ιχνογραφικός

ιχνογραφικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο
2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τής ιχνογραφίας.
επίρρ...
ιχνογραφικώς και -ά
με ιχνογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιχνογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχνογραφία: Ιχνογραφικό σχεδίασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”